του Κωνσταντίνου Σάμιου
… Ήταν απόγευμα και οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί εκεί, στα ριζά του βράχου της Αθηνάς, έφερναν τα χέρια στα μάτια τους για να προφυλαχθούν από τον καυτό ήλιο που βάδιζε προς τη Δύση.
Κοίταζαν ώρα πολύ τον νεαρό άνδρα που άλειφε τον εαυτό του με λάδι από μια μεγάλη κούπα. Οι μύες του κορμιού του γυάλιζαν στον ήλιο, τα χέρια του δούλευαν σιγά – σιγά στους μύες αυτού του λιπόσαρκου αλλά καλοσχηματισμένου κορμιού.
Οι Αθηναίοι άρχοντες τον είχαν διαλέξει από όλους τους άλλους δρομείς – ημεροδρόμους που πηγαινοέφερναν τα μυνήματα εκείνους τους δύσκολους καιρούς που τα νέα τα πήγαιναν άνθρωποι που έφερναν τα ιερά σήματα του Ερμή στα σανδάλια τους.
Το όνομα του; Μα ήταν ο ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ… Οι Παιδονόμοι – Γυμναστές τον είχαν ξεχωρίσει χρόνια πριν. Ανήκε στους Περιακρίους Δήμους. Άλλοι λένε ότι τα γονίδια του τον είχαν προσδιορίσει από τον ξωμάχο αγρότη πατέρα από τον Δήμο των Αχαρνών, άλλοι πάλι τοποθετούν την καταγωγή του από τους Περιακρίους Δήμους της Μεσογαίας.
Όπως και νάχει, από μικρός ο Φειδιππίδης ξεχώριζε από τους άλλους, στην τεράστια φυσική αντοχή στο τρέξιμο αλλά και από τις ειδικές του ικανότητες στην προσαρμογή σε αντίξοες συνθήκες.
Με τα χρόνια μεγαλώνοντας, έφηβος πια, μπήκε στη υπηρεσία της πόλης, αναλαμβάνοντας την αποστολή των μυνημάτων από και προς την Αθήνα. Του άρεσε να φεύγει. Μόνος. Έτρεχε πάντα από τους δύσκολους δρόμους, όχι από τους σύντομους. Πολλές φορές αυτοί οι δρόμοι ήταν εχθρικοί. Τα μάτια και το ένστικτο όμως του σκληροτράχηλου ημεροδρόμου πάντα τον προφύλασαν από τις κακοτοπιές.
Με τον καιρό οι άρχοντες, σ’ αυτόν έδιναν τα πιο σοβαρά μηνύματα στις πιο μακρινές, δύσκολες αποστολές. Η φήμη τους στους ημεροδρόμους ήταν η πιο μεγάλη. Είχε φθάσει πια στα 25 του χρόνια. Τα σγουρά μαλλιά του είχαν μακρύνει. Στα μάτια του άχνιζε πάντα ο μακρινός ορίζοντας. Το προηγούμενο βράδυ, ο σεβάσμιος στρατηγός Μιλτιάδης είχε κερδίσει εύκολα στη ψηφοφορία του Δήμου. Η Αθηναϊκή φάλαγγα των οπλιτών είχε ήδη φύγει για τον Μαραθώνα. Στο συνοδευτικό της απόφασης ήταν να σταλεί ημεροδρόμος στην Σπάρτη, να ζητήσει βοήθεια.
Οι υπεύθυνοι δε σκέφτηκαν πολύ. Τον ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗ, είπαν. Το μύνημα έπρεπε να πάει και να έρθει το συντομότερο. Ο Στρατός στον Μαραθώνα δεν μπορούσε να περιμένει επ’ άπειρον. Άλλωστε οι Πέρσες είχαν υπεροπλία σε στρατό πεζικό και πλοία. Μπορούσαν να μοιράσουν τις δυνάμεις τους και κρατώντας τις μισές στον Μαραθώνα για να απασχολούν την Αθηναϊκή Φάλαγγα, να εισβάλουν με τις άλλες μισές στον Πειραιά. Η πόλη κινδύνευε.
Όταν ο Φειδιππίδης πήρε την αποστολή από τους άρχοντες, πήγε σπίτι του. Φίλησε το γερο – πατέρα και την μάνα, τ’ αδέρφια και τους φίλους. Η ματιά του τρεμόπαιξε στην απέναντι κοπέλα που ήξερε ότι αν ζούσε, μετά τη αποστολή αυτή θα γινόταν γυναίκα του. Έφαγε λιτά, ψωμί με ελιές. Πήρε ενέργεια… Σύκα από τη γέρικη συκιά. Η μάνα του τον φίλεψε λίγο ψωμί, ένα φλασκί νερό. Την χαιρέτησε. Τράβηξε για την Αγορά.
Η πόλη λες και κράταγε την ανάσα της. Όλοι εκεί, ήσαν αμίλητοι. Απομεσήμερο των πρώτων ημερών του Μεταγειτνίωνα (αρχές Σεπτεμβρίου σήμερα). Άλλοι έκλαιγαν. Ο Φειδιππίδης γύρισε, κοίταξε για μια φορά τον ιερό βράχο, η ματιά σκούπισε θαρρείς την πόλη του, τα γνώριμα πρόσωπα, ο νους του πέταξε στο στρατόπεδο του Μαραθώνα και… ξαφνικά ξεκίνησε. Με γρήγορες δρασκελιές κατέβηκε προς τον Κεραμεικό. Η πόλη, οι άνθρωποι τον χαιρετούσαν. Ήταν απόγευμα και ο ήλιος πήγαινε να δύσει πέρα στο Αιγάλεω. Στο μυαλό του, μυαλό ενός εξασκημένου δρομέα χαραζόταν η διαδρομή, το νερό, οι πηγές και οι κρήνες, οι γνώριμοι άνθρωποι άλλων περιοχών, άλλων αποστολών.
Τι μπορούσε να φάει; Σταφύλια, σύκα, ψωμί, μέλι από αγριομελίσσια και ελιές από τα ίδια σπίτια, φιλικά προς την πόλη του. Κι όλα αυτά από το πρωί της επομένης. Τώρα η νύχτα θα ήταν ολοδικιά του. Στην αρχή έτρεχε. Είχε το φεγγάρι στη γέμιση. Αυτό τον βοηθούσε κάπως, γιατί έβλεπε αρκετά με τα εξαιρετικά μάτια του.
Το σχέδιο ήταν να τρέξει από το απόγευμα ως το πρωί περισσότερο από το 1/3 της διαδρομής. Να φθάσει δηλαδή κοντά στην Κόρινθο. Την άλλη ημέρα όλη να διασχίσει Κόρινθο -Νεμέα και να φθάσει κοντά στο πέρασμα του Παρθενίου όρους κι έπειτα το Αρκαδικό οροπέδιο και το πρωινό της επομένης στη Σπάρτη. Ξεκούραση εκεί όλη την ημέρα και το απόγευμα γυρισμός με την απάντηση των Σπαρτιατών προς την Αθήνα. Σύνολο ημερών πήγαινε – έλα 5. Στάδια 2300 (420 σημερινά χιλιόμετρα περίπου).
Άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Είχε φθάσει στην Ελευσίνα. Στάθηκε για λίγο στο Ιερό της Δήμητρας. Οι υπηρέτες του πρόσφεραν δροσερό νερό και λίγο ψωμί. Τους ευχαρίστησε κι άρχισε πάλι το τρέξιμο. Επόμενος σταθμός τα Μέγαρα. Βρήκε τις γνώριμες πηγές. Τους γνώριμους σταθμούς. Τα γνώριμα σημεία. Ο δρόμος αλλού ήταν βατός, αλλού δύσκολος και δύσβατος, γεμάτος πέτρες και αγκάθια. Ο Φειδιππίδης κοίταζε μπροστά.
Ξημερώνοντας έφθασε στην Κόρινθο. Ξεκουράστηκε για αρκετή ώρα. Έτριψε τα πονεμένα πόδια με λίγο λάδι που τούδωσαν. Έφαγε λίγο. Ήπιε νερό. Ξεδίψασε το διψασμένο του κορμί. Ο πρώτος στόχος είχε επιτευχθεί. Είχε φθάσει στην καθορισμένη ώρα.
Ο ήλιος άρχισε ν’ ανεβαίνει πάνω από τα φυλλώματα. Τ’ αμπέλια του Κορινθιακού τοπίου του έδωσαν μερικά τσαμπιά σταφύλια. Ξεκίνησε για Κλεονές – Νεμέα. Ο ήλιος καυτός. Είχε κοντά του λίγο νερό. Ήπιε. Εφάρμοζε την τεχνική ίσιωμα – μικρός κατήφορος -τρέξιμο. Ανηφόρα, μεγάλος κατήφορος αργό τρέξιμο – περπάτημα.
Μετά τη Νεμέα το τοπίο αγρίευε. Οι πηγές και το νερό λίγα. Πέτρες… Λίγα μονοπάτια που χαράζουν γιδόστρατες. Σκληρότατη διαδρομή. Από μακριά φάνταζε το Πέρασμα του Παρθενίου. Όλη τη μέρα τα πόδια πονούσαν. Χτύπαγαν στις πέτρες προσέχοντας κάθε βήμα, κάθε διασκελισμό. Σκεφτόταν ότι το κάθε βήμα ήταν η δίκη του μάχη. Και συνέχιζε. Κάτω από τον ήλιο που του έκαιγε το κεφάλι, την πλάτη, τα χέρια, το σκαμμένο στέρνο.
Και συνέχιζε. Φθάνοντας στα ριζά του βουνού ο ήλιος άρχιζε να χάνεται πίσω του. Υπολόγιζε ότι σε λίγο νυχτώνοντας, θα έφθανε στην κορυφή. Η κούραση όμως τον κυρίεψε. Μια ακατανίκητη επιθυμία να ξεκουράσει το κορμί, αυτό το κορμί που ασταμάτητα είχε διατρέξει περίπου τα 2/3 της διαδρομής σε κάτι περισσότερο από 1 ημέρα, τον είχε καταβάλλει.
Εκεί στα μέσα της ανηφόρας του βουνού, βρήκε ένα γιδολιοστάσι, ένα θάμνο που κάτω του ξεκουράζονταν γίδια και πρόβατα και ξάπλωσε. Ο ύπνος του σκέπασε τα κουρασμένα μάτια. Είδε μπροστά του τον Τραγοπόδαρο Πάνα. Ο Αρκάδας θεός ήλθε σε μια ομίχλη στο μυαλό του αποσταμένου οδοιπόρου. Τα μάτια της ψυχής του τον κοίταζαν με απορία. Ο Πάνας ψέλλισε. Εκείνος ο αγαθός τον ακούμπησε. Μη φοβάσαι, του είπε. Μόνο βιάσου. Βιάσου να πας και να πεις στην πατρίδα σου ότι θα κερδίσει…
Σηκώθηκε… Έτρεξε, έφθασε στη Σπάρτη χαράζοντας το πρωί. Τους μετέφερε το μήνυμα.
Του έτριψαν τα πόδια, τον έβαλαν να κοιμηθεί. Τον ξύπνησαν αργά το απόγευμα. Τον οδήγησαν στους Εφόρους, απάντηση ήταν ότι μέχρι να τελειώσουν οι Γιορτές του Καρνείου Απόλλωνα, μέχρι το τέλος της πανσελήνου, η Σπάρτη δεν μπορούσε να εκστρατεύσει σε βοήθεια της Αθληνας. Μετά το τέλος των γιορτών θα έστελνε 2000 άνδρες να βοηθήσουν.
Ο Φειδιππίδης έφυγε. Γύριζε στην πόλη του. Στο πρόσωπο του, ένα πρόσωπο σκαμμένο από την κούραση των αμέτρητων χιλιομέτρων, αποστολών, κακουχιών, στερήσεων, αχνόφεγγε ένα χαμόγελο.
Η πόλη του, η Αθήνα θα έδινε μόνη της τη μάχη. (Δεν ήξερε βέβαια ότι οι 1000 γενναίοι Πλαταιείς θα ερχόντουσαν σε βοήθεια της, μένοντας και οι ίδιοι στην Ιστορία). Ο Πάνας, ο αγαθός τραγοπόδαρος θεός του είχε ποροφητέψει την νίκη. Σ’ αυτόν, τον Φειδιππίδη είχε λάχει ο κλήρος να μεταφέρει τα θεϊκά λόγια, στον Μιλτιάδη και τον Αθηναϊκό στρατό. Να τους πείσει να πολεμήσουν και να κερδίσουν… Το όνομα στο Μέλλον… Στην Ιστορία… Στην Αθανασία…
Στο μυαλό του ανεβαίνοντας τις στροφές για το Αρκαδικό οροπέδιο με οδηγό το φεγγάρι και τ’ αστέρια, σχηματίζονταν η ιδέα του μετά την μάχη, για το υπόλοιπο της ζωής τον. Δεν θα ξαναπήγαινε σε αποστολές, θα παντρευόταν, θα καλλιεργούσε τα χωράφια του… θα διηγόταν τα κατορθώματα στα παιδιά του και στους νέους των γυμναστηρίων ης Αθήνας. Μα πιο πολύ θα διέδιδε αυτός ο ίδιος την ιστορία του με τον Πάνα, πείθοντας τον Δήμο της Αθήνας να του χτίσουν ναούς. Έναν κάτω από την Ακρόπολη, έναν στην μεγάλη σπηλιά στη Οινόη τον Μαραθώνα, έναν στην κορυφή της Πεντέλης, έναν στην Πάρνηθα. Του άξιζε, γιατί η Αθήνα με τη δική του προφητεία που αυτός ο απλός ημεροδρόμος, ο Φειδιππίδης μετέφερε, θα ζούσε και θα μεγαλουργούσε. Και θάμενε για πάντα η κληρονομιά της, κληρονομιά ελευθέρων ανθρώπων, άσβεστος πυρσός στη Ιστορία του Κόσμου όλου.
Κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά, πιο κοντά. Ούτε που κατάλαβε πως γύρισε. Φθάνοντας στο Δαφνί, λοξοδρόμησε. Δεν πήγε προς την Αγορά της Αθήνας. Πέρασε από τις Αχαρνές. Φίλησε τον πατέρα, τη μητέρα, τ’ αδέλφια, τους φίλους, το κορίτσι του. Όλοι με δάκρυα στα μάτια άκουσαν τα βιαστικά τον λόγια. Κι έφυγε για τον Μαραθώνα.
Οι στρατηγοί της Αθήνας τον κοιτούσαν προσεκτικά. Τους εξιστόρησε τα πάντα. Γύρισαν προς τον Μιλτιάδη. Ο σεβάσμιος ασπρομάλλης στρατηγός τον αγκάλιασε. Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, τον είπε. Έπειτα από ώρα πολλή βγήκαν έξω. Ο Μιλτιάδης με τον αρχιστράτηγο τον Καλλίμαχο πήγαν προς το μέρος του. Πες του Φειδιππίδη, πες του ξανά για τον Πάνα. Ο Καλίμαχος έκλαψε όταν ο Φειδιππίδης με δάκρυα στα μάτια του ανιστόρησε αυτά που συνέβησαν στο Παρθένιο όρος. Ο Μιλτιάδης πήρε τον Καλλίμαχο παραπέρα και του θύμισε τα παλιά. Του είπε για τη βεντέτα με τους Πεισιστρατίδες. Ο Καλλίμαχος πείστηκε. Η ψηφοφορία είχε κριθεί.
Μετά από λίγες ημέρες είχε φθάσει η ώρα. Ο Μιλτιάδης τον κάλεσε στη σκηνή του. Του είπε να σταθεί πλάι του σ’ όλη τη μάχη. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο να κάμει, παρά να διηγείται στους Αθηναίους την απίστευτη ιστορία του και το κατόρθωμά του…
Η μάχη που κράτησε τρεις με τέσσερεις ώρες το πρωί την 13η ή 14η Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ. έμεινε στην Ιστορία. Ο Μιλτιάδης, ο Καλλίμαχος, ο Φειδιππίδης, πρόσωπα που άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας τον Κόσμου.
Η Αθήνα μεγαλούργησε. Για 60 χρόνια περίπου, από το 490 έως ότου ξεσπάσει ο καταστροφικός αδελφοκτόνος Πελοποννησιακός πόλεμος το 431 π.Χ. δημιούργησε ένα θαύμα που ακόμα και σήμερα τυφλώνει τον κόσμο.
Ο Φειδιππίδης αφιερώθηκε στη οικογένεια του και στον ιερό σκοπό της διάδοσης της λατρείας του Πάνα στον ευρύτερο χώρο της Αττικής και της Ελλάδας. Σαράντα χρόνια περίπου μετά τα λόγια του τα αποτύπωνε και τα κατέγραφε ο Ηρόδοτος στο βιβλίο του.
Ο Φειδιππίδης έχοντας στα πόδια τα εγγόνια του μιλούσε ενώ ο Ιστορικός κατέγραφε. Τα λόγια αυτά τον πέρασαν στην Ιστορία. Και εμείς παιδιά του, σήμερα κλίνουμε το γόνυ μας με σεβασμό σ’ αυτόν και το κατόρθωμα του. Κι ανιστορούμε αλλοτινές εποχές. Τότε που οι ήρωες ήταν άνθρωποι απλοί σαν τον Φειδιππίδη, τον πατέρα όλων των ΔΡΟΜΕΩΝ όλης της Οικουμένης.
Υ.Γ.:
Το άρθρο αφιερώνεται στον χαμένο φίλο μας Θανάση Δελλόπουλο. Για τις αλησμόνητες στιγμές ένα χάραμα τον Ιούνη του ’88 στο Μπαρουτάδικο του Αιγάλεω, όταν μας διηγείτο τρέχοντας μαζί του, την απίστευτη ιστορία που είχε καταγράψει ο Ηρόδοτος 2430 χρόνια πριν…
Βιβλιογραφία:
- Ηρόδοτος 5. 107-117
- Πλάτων Νόμοι Γ, 698 Ε
- Αριστοτέλης Ρητά Γ 10
- Ισοκράτης Πανηγυρικός 86 κεφ.
- Λυσία Επιτομή 21 κεφ.
- Πλούταρχος Αριστείδης 5
- Παυσανία Α’, 32, 3
- Παυσανία Γ, 20
- Πάριο Χρονικό 48
- Ξενοφώντος Ανάβαση Γ 2