Έχει λεχθεί ότι, αν το καλοκαίρι εκείνο του 490 π.Χ., στον κάμπο του Μαραθώνα, η συγχρονισμένη δράση των οπλιτών από την Αθήνα και τις Πλαταιές δεν είχε καταφέρει να αποκρούσει την πάνοπλη και πολυάριθμη στρατιά του Πέρση βασιλιά, η μελλοντική φυσιογνωμία της Ευρώπης θα ήταν εντελώς διαφορετική. Γιατί, αν οι χρυσοφόροι Μήδοι κέρδιζαν τη μάχη και, στη συνέχεια, εισέβαλαν στην Αθήνα και έσπερναν τον όλεθρο και την καταστροφή, ο νηπιακός εκείνη την περίοδο Δυτικός πολιτισμός θα ενταφιαζόταν στα φλεγόμενα ερείπια. Η γενναιότητα των μαχητών του Μαραθώνα, η προνοητικότητα του Μιλτιάδη, η αφέλεια και η υπεραισιοδοξία των αντιπάλων, μαζί με τις συγκυρίες εκείνης της εποχής, διαφύλαξαν την Αθηναϊκή πολιτεία από τον αφανισμό και προσδιόρισαν την μετέπειτα πολιτισμική πορεία της Ευρώπης. Χωρίς το νικηφόρο αποτέλεσμα εκείνης της μάχης, τίποτε όμοιο δεν θα υπήρχε, απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα.

Μετά την καταδίωξη των Περσών στη θάλασσα και τη βεβιασμένη αναχώρηση των πλοίων από την παραλία του Σχοινιά, η μάχη στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχε ουσιαστικά τελειώσει. Από μεταγενέστερες του Ηροδότου πηγές, αντλούμε την πληροφορία ότι ο Μιλτιάδης έστειλε αμέσως έναν αγγελιοφόρο για να ειδοποιήσει (και να χαροποιήσει) τους Αθηναίους με το άγγελμα της νίκης. Ο στρατιώτης αυτός, φορώντας την πανοπλία του, κάλυψε την απόσταση που χωρίζει τον Μαραθώνα από την Αθήνα σε χρόνο ρεκόρ. Δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια, αν ακολούθησε την παραλιακή διαδρομή (Ραφήνα – Πικέρμι – Παλλήνη – Σταυρός Αγίας Παρασκευής – Χαλάνδρι – Αθήνα) μήκους περίπου 42 χιλιομέτρων, ή την ημιορεινή και ασφαλέστερη διαδρομή, η οποία είναι και συντομότερη, μήκους μόλις 34 χιλιομέτρων (Βρανά -Εκάλη – Κηφισιά – Ψυχικό – Αθήνα). Εκείνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως ο δρομέας εξέπνευσε στο ύψος των Αμπελοκήπων, προφανώς εξαντλημένος από τις κακουχίες της μάχης, τον βαρύ και ασήκωτο οπλισμό και την κούραση της δρομικής του προσπάθειας. Μόλις που πρόλαβε να ξεστομίσει το χαρμόσυνο άγγελμα με μια μόνο λέξη: “νενικήκαμεν”.

Αυτό που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως το συγκεκριμένο συμβάν έμεινε στις συνειδήσεις των μεταγενέστερων γενεών με τη μορφή θρύλου, που προστέθηκε στην εξιστόρηση της μάχης για να της δώσει μια επί πλέον ηρωική διάσταση. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα τις ειδήσεις και τα αποτελέσματα πολεμικών αναμετρήσεων ανελάμβαναν να μεταφέρουν ειδικά εκπαιδευμένοι δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Το 668 π.Χ., όταν οι Ηλείοι νίκησαν τους Δυμαίους την τελευταία ημέρα των αγώνων της Ολυμπίας, σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, ένας αγγελιοφόρος έσπευσε να μεταφέρει το μήνυμα της νίκης στο στάδιο της Ολυμπίας, τη στιγμή της απονομής των επάθλων. Το 479 π.Χ., μετά τη μάχη των Πλαταιών, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο ημεροδρόμος Ευχίδας διέτρεξε την απόσταση Πλαταιές – Δελφοί – Πλαταιές, ίση με 1.000 στάδια (185 χιλιόμετρα) για να μεταφέρει το ιερό πυρ από το Μαντείο και να πέσει νεκρός με την επιστροφή του στις Πλαταιές.

Ένα θέμα που προκαλεί ερωτήματα είναι γιατί οι Αθηναίοι έστειλαν δρομέα να αναγγείλει τη νίκη και δεν χρησιμοποίησαν ηλιακά σήματα μέσω κατόπτρων ή κάποιους ιππείς, εφόσον βιάζονταν να επιστήσουν έγκαιρα την προσοχή στη φρουρά της πόλης για την επικείμενη απόβαση των Περσών στο Φάληρο και το ενδεχόμενο εισβολής στην Αθήνα. Φαίνεται ότι καμιά από αυτές τις λύσεις δεν παρείχε τα εχέγγυα της διεκπεραίωσης της εντολής με ασφάλεια, ει μη μόνον η χρησιμοποίηση ενός ικανότατου δρομέα με άριστη φυσική κατάσταση και επίγνωση της αξίας της αποστολής του.

Πολλά έχουν γραφεί και λεχθεί για το όνομα του αγγελιοφόρου της νίκης. Ο ίδιος ο Ηρόδοτος δεν κάνει καμιά απολύτως νύξη του γεγονότος, θεωρώντας το ίσως ανάξιο λόγου, συγκρίνοντας την απόσταση των 42 χιλιομέτρων με τα 440 χιλιόμετρα που διένυσε ο Φειδιππίδης πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από τη Σπάρτη μέσα σε τέσσερις ημέρες. Ο Πλούταρχος, αντλώντας πληροφορίες από το χαμένο σήμερα έργο του Ηρακλείδη από τον Πόντο, αναφέρει το περιστατικό και διασώζει το όνομα του δρομέα: Θέρσιππος ο Ερχιεύς. Αναφέρει επίσης ότι σύγχρονοι του ιστορικοί υποστήριζαν ότι ο Ευκλής ήταν στην πραγματικότητα ο αγγελιοφόρος της νίκης. Ο Λουκιανός εξάλλου παραδίδει πως ο Φιλιππίδης (είναι άραγε ο γνωστός Φειδιππίδης με παραφθαρμένο το όνομα;) έτρεξε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα!

Όσοι υποστηρίζουν ότι ο αγγελιοφόρος του “Νενικήκαμεν” ήταν ο Φειδιππίδης στηρίζονται στο γεγονός ότι ήταν ο μόνος γνωστός ημεροδρόμος της εποχής του, ο καλύτερος και ο ταχύτερος. Όσοι, εντούτοις, ισχυρίζονται το αντίθετο βασίζονται σε λογικά επιχειρήματα. Γιατί, σύμφωνα με τη δική τους άποψη, ο Φειδιππίδης είχε ήδη διανύσει 440 χιλιόμετρα, προφανώς κάτω από τις πύρινες ακτίνες του καλοκαιριάτικου ήλιου, μέσα σε τέσσερις ημέρες, σχεδόν χωρίς διακοπή. Αμέσως μετά την άφιξη του στην Αθήνα, έτρεξε τα 42 (ή τα 34) χιλιόμετρα μέχρι τον Μαραθώνα, ανάλογα με τη διαδρομή που θα επέλεγε. Την επομένη (ή μεθεπομένη) ημέρα πολέμησε μαζί με τους συμπολίτες του για δυο ή τρεις συνεχόμενες ώρες, πάντα κάτω από συνθήκες ζέστης, φορώντας πανοπλία βάρους 32 κιλών. Μόλις τελείωσε η μάχη, παρότι τραυματισμένος, έτρεξε ακόμα άλλα 42 (ή 34) χιλιόμετρα για να ειδοποιήσει τους Αθηναίους, χωρίς να έχει απορρίψει τον οπλισμό του.

Οι επιδόσεις αυτές αγγίζουν τα όρια του εξωπραγματικού. Σήμερα, θεωρείται αδύνατο για έναν πρωταθλητή υπερμαραθωνίων αποστάσεων ή δεκάθλου να προσεγγίσει τέτοια επίπεδα αντοχής, ακόμα και με τη χρήση φαρμακοδιέγερσης (doping).

Τίθεται τέλος ένα ακόμα ερώτημα: Γιατί ο Ηρόδοτος, άνθρωπος τελειοθηρικός και σχολαστικός με τη λεπτομέρεια και την ακριβή της περιγραφή, ο οποίος καταχωρεί ποικίλο υλικό με γεωγραφικές και εθνολογικές πληροφορίες, προσέχει και αξιολογεί τα πάντα και διακόπτει συχνά την ιστορική του αφήγηση για να παρεμβάλει ελεύθερες λογοτεχνικές σελίδες, δεν ασχολείται διόλου με το περιστατικό του μαραθωνοδρόμου;