Μαρ. 2000
Όταν έλαβε το τηλεγράφημα από τη Βοστώνη με το οποίο γινόταν δεκτό το αίτημα του να λάβει μέρος στον διεθνή μαραθώνιο της αμερικανικής μεγαλούπολης, άρχισαν τα βάσανα του Στέλιου Κυριακίδη. Η Ελλάδα μόλις είχε βγει από την Κατοχή κα η φτώχεια κυριαρχούσε παντού. Αυτός, όμως, δεν το έβαζε κάτω. Καχεκτικός λόγω κακής διατροφής, προπονείτο όσο μπορούσε. Στη μεγάλη καριέρα του, με έξι χρυσά στους Βαλκανικούς Αγώνες και 12 πανελλήνιες νίκες, επεδίωκε να προσθέσει και μία διάκριση στον πιο φημισμένο μαραθώνιο του κόσμου. Οι διοργανωτές του έδιναν ραντεβού στην κούρσα της 20ής Απριλίου 1946, όπου γιόρταζαν τα 50 χρόνια του θεσμού. Γι’ αυτόν εκείνη την ώρα άρχιζε, όμως, ένας άλλος μαραθώνιος, ίσως πιο δύσκολος από τα 42.195 μ.
Γιατί έπρεπε πρώτα απ’ όλα να πάρει βεβαίωση ότι είναι ερασιτέχνης αθλητής. Στον ΣΕΓΑΣ τον ταλαιπώρησαν, γιατί δεν είχαν ούτε το γραμματόσημο για να την ταχυδρομήσουν. Ζήτησε βίζα, αλλά του είπαν ότι έδιναν μόνο στους αμερικανούς υπηκόους. Έφθασε ως τον πρόξενο, τον οποίο γνώριζε από την Ηλεκτρική Εταιρεία όπου εργαζόταν. Αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε αμέσως, γιατί του ζήτησαν υπογραφή και της γυναίκας του “ότι είναι σύμφωνη με το ταξίδι”. Και αυτή είχε τους φόβους της για το αν θα ξαναγύριζε στη φτωχή και κατεστραμμένη Ελλάδα. “Την κατάφερα τελικά και υπέγραψε”, είχε πει σε μία συνέντευξη του στον υπογράφοντα. “Αλλά η κεραμίδα μου ήλθε κατακούτελα, όταν προχώρησα για τη έκδοση εισιτηρίου. Με πλοίο δεν θα προλάβαινα και θα έχανα και τις προπονήσεις. Μου πρότειναν αεροπλάνο από το Παρίσι. “Πόσο κάνει;” ρωτάω. “575 δολάρια”, ήταν η απάντηση. Τρελλάθηκα. Εκείνη την ημέρα θα πήγα 30 φορές πάνω – κάτω την οδό Σταδίου. Εγώ τότε είχα μισθό στην Ηλεκτρική Εταιρεία 50 δολάρια. Πάει, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έβαλα λοιπόν μπροστά να πουλήσω την κουζίνα και το ραδιόφωνο που είχα στο σπίτι. Αλλά διαπίστωσα ότι και πάλι δεν θα μάζευα αυτό το ποσό. Πού να απευθυνθώ για βοήθεια;
Πήγα πάλι στην Εταιρεία μου. Μου είχαν ήδη κάνει δώρο δυο μήνες άδεια και 200 δολάρια. Τους περιέγραψα την κατάσταση. Είδαν ότι κατέρρεα. Μου ζήτησαν να κάνω μια αίτηση. Την επομένη μου απάντησαν με μια επιταγή 1.000 δολαρίων. Από την ταραχή μου δεν είπα ούτε ευχαριστώ.
Δεν τελείωσα εδώ όμως. Στην τράπεζα απέρριψαν τη αίτηση μου για συνάλλαγμα. Είχα πλέον φθάσει στα άκρα. Πήγα στο διευθυντή. “Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933, αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη, δεν είμαι κανένας τυχοδιώκτης”, του λέω. Δεν έχει σημασία τι μου απάντησε, αλλά ότι τελικά ξεπέρασα και αυτό το εμπόδιο. Και έφυγα στις 4 Απριλίου για την Αμερική. Δεν θα ξεχάσω αυτή την ημέρα, αφού έμπαινα και για πρώτη φορά σε αεροπλάνο”.
Κανένας δεν περίμενε ότι θα έφθανε πρώτος στον τερματισμό. Ο “κοκκαλιάρης ‘Ελληνας” όμως, όπως τον ανέφεραν την άλλη ημέρα οι εφημερίδες, έκανε το θαύμα του. Η νίκη του ήταν ό,τι έπρεπε για την ανύψωση του ηθικού των Ελλήνων σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Όσο παρέμεινε στην Αμερική, κάλεσε τους Ελληνοαμερικανούς να στείλουν βοήθεια στη φτωχή πατρίδα. Η υποδοχή του… εξπρές της Βοστώνης στην Αθήνα λίγες μέρες αργότερα, ήταν μεγαλειώδης. Η επίσημη τελετή έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ο δήμαρχος και χιλιάδες Αθηναίοι τον υποδέχθηκαν και τον ευχαρίστησαν για τη νίκη του. Ο κόσμος τον αποθέωνε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Επτά ώρες χρειάστηκαν για να φθάσει στη Φιλοθέη, στο σπίτι του.
Έγινε ο ήρωας της εποχής. Η επίδοση του (2.29′ 27″) ήταν ευρωπαϊκό ρεκόρ, κάτι που το πληροφορήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Αυτή η επίδοση έμεινε, ως πανελλήνιο ρεκόρ, ακατάρριπτη για 22 χρόνια. Ο ίδιος ήταν κριτής την ημέρα που το έσπαζε, στην κλασική διαδρομή, ο Δημήτρης Βούρος.
Στην 15ετή καριέρα του σημείωσε 36 εθνικά ρεκόρ στις αποστάσεις από τα 3.000 μ. ως τα 42.195 μ. Συμμετείχε σε 18 μαραθώνιους, όπου εμπνεόταν από τη λαϊκή παροιμία “όποιος βιάζεται σκοντάφτει”. Ήταν κλασική περίπτωση δρομέα που δεν έφευγε ποτέ μπροστά. Οι υποθήκες που άφησε στους μαραθωνοδρόμους ήταν δύο: πρώτον, να μην ανοίγουν το ρυθμό της κούρσας πριν από τα μισά της διαδρομής και, δεύτερον, να μην κοιτούν ποτέ πίσω. Είχε κάνει πολλές φορές παρατήρηση όταν ήταν στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΓΑΣ σε δρομείς που γύριζαν το κεφάλι για να δουν πού βρίσκονται οι αντίπαλοι τους. “Δίνετε φτερά στους αντιπάλους σας, δεν το καταλαβαίνετε;” τους έλεγε και ξανάλεγε.
Ο Κυριακίδης, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1910 στη Πάφο και ήταν αθλητής του Γυμναστικού Συλλόγου Ολύμπια Λεμεσού, πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987 στη Αθήνα. Με την σύζυγο του Ιφιγένεια απέκτησαν τρία παιδιά: την Ελένη, τη Μαίρη και τον Δημήτρη.
Τα πολλά εθνικά ρεκόρ, οι 12 πανελλήνιες και οι έξι βαλκανικές νίκες του Στέλιου Κυριακίδη ίσως δεν θα μπορούσαν να δώσουν τις πραγματικές διαστάσεις της μεγάλης καριέρας του, αν δεν υπήρχε η λάμψη του μαραθωνίου της Βοστώνης που ήλθε σε μια στιγμή που την είχε ανάγκη η χώρα.
Αναδημοσίευση απο την εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” της 25/11/1999 (ΙΩΑΝ.ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ)