ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Κυριακή 29 Μαρτίου 2009
Η ιστορία ενός Έλληνα πρώην πυγμάχου που έγινε πρωτοσέλιδο στην Αμερική τρέχοντας στο μαραθώνιο της Βοστόνης
- Δεν μπορώ, θα σταματήσω…
- Αν σταματήσεις θα σταματήσω κι εγώ.
Λίγο μετά τους λόφους του Newton, εκεί όπου ραγίζουν οι καρδιές κάθε δρομέα, ο Γιώργος είδε το Βλάσση. Πρώτη φορά φαινόταν τόσο κουρασμένος. Το κεφάλι του έγερνε και τα πόδια του σέρνονταν στην άσφαλτο. Είχε «χτυπήσει τοίχο». Τριάντα χιλιόμετρα μέσα στο μαραθώνιο το σώμα του επαναστάτησε. Οι αποθήκες του άδειασαν. Το μυαλό του έλεγε: «συνέχισε!» αλλά τα πόδια δεν πήγαιναν.
Ο Γιώργος πήρε το Βλάσση από το χέρι. Έγινε το στήριγμά του. Θα μπορούσε να τον αφήσει εκεί, ναυαγό σε μια θάλασσα δρομέων. Επέλεξε όμως να σταθεί πλάι του. Δε λογάριασε επιδόσεις και ρεκόρ. Ένας δρομέας, ένας φίλος χρειαζόταν τη βοήθειά του.
Με ρυθμό νωχελικό συνέχισαν την πορεία προς το τέρμα του περσινού μαραθωνίου της Βοστόνης. Στα επόμενα χιλιόμετρα τούς έφτασε ο Δημήτρης. Μπήκε και αυτός στο γκρουπ και μαζί, τρεις άντρες, ντυμένοι στα γαλανόλευκα, τερμάτισαν με τα χέρια ενωμένα. Την επομένη, η φωτογραφία τους τυπώθηκε στην τοπική εφημερίδα Boston Herald με την επιγραφή: «The Greek System».
Ο Γιώργος Πάνος ήταν ένα από τα μέλη του συλλόγου Απόλλων Δυτικής Αττικής που έτρεξαν πέρσι στο μαραθώνιο της Βοστόνης. Με πρωτοβουλία του γιου τού Στέλιου Κυριακίδη (του μοναδικού Έλληνα που έχει κερδίσει αυτή την κούρσα το 1946) και σε συνεργασία με το δήμο Μαραθώνα, ο Απόλλων Δυτικής Αττικής έστειλε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού τους δρομείς Βλάσση Καραβασίλη, Δημήτρη Πετρολιάγκη, Γιάννη Βέργο και Γιώργο Πάνο. Στον αγώνα έτρεξαν συμβολικά και οι παλιοί πρωταθλητές του μαραθωνίου Μαρία Πολύζου και Νίκος Πολλιάς, ενώ την αποστολή συμπλήρωνε ο πολύπειρος δρομέας Χρίστος Τούλας.
Ο Γιώργος άρχισε το τρέξιμο το 2004, στα 28 του χρόνια. Πρώην μποξέρ με μεγάλες διακρίσεις, μετά από μια δεκαετία στα ρινγκ αποφάσισε να βγει στους δρόμους. Ακόμα και τώρα, παρά τα χιλιόμετρα που διανύει, έχει κοψιά πυγμάχου: μυώδη χέρια, γυμνασμένα ζυγωματικά και πρησμένους τετρακέφαλους.
«Με αφορμή έναν προηγούμενο γάμο μου άφησα κάθε μορφή άσκησης εκτός από ένα τρεξιματάκι αραιά και πού», λέει ο Γιώργος. «Το 2004 έτρεξα σε έναν αγώνα μαζικού αθλητισμού όπου απογοητεύτικα με το πόσοι μεγαλύτεροί μου με πέρασαν. Αυτό ήταν το κίνητρο να βελτιωθώ και να τρέξω εκείνο το Νοέμβρη τον πρώτο μου μαραθώνιο με χρόνο 3 ώρες 19 λεπτά».
Σήμερα ο Γιώργος δουλεύει στην εντατική μονάδα εγκαυμάτων ενός νοσοκομείου της Αττικής. Πολλοί από τους ασθενείς του έχουν γίνει οικογένειά του και στήνουν… κερκίδα σε αγώνες του.
«Μια γιαγιά είχε στενοχωρεθεί που θα ερχόμουν Βοστόνη», λέει. «Ανησυχούσε σα να ήμουν γιος της αν θα είμα καλά. Οι συνάδελφοί μου έχουν πάρει με καλό μάτι την ενασχόλησή μου με το τρέξιμο. Κάποιοι μάλιστα με αφορμή εμένα έχουν τρέξει σε αγώνες πέντε και δέκα χιλιομέτρων».
Στη Βοστόνη ο Γιώργος ένιωθε δυνατός. Έτοιμος ίσως για την υπέρβαση: ένα ατομικό ρεκόρ. Ένας φίλος όμως χρειαζόταν τη βοήθειά του. «Έδωσα το χέρι μου στον Βλάσση και του είπα πάμε. Τρέχαμε αγκαζέ μέχρι το τέλος. Του έδωσα από τα τζελάκια μου και νερό. Τον εμψύχωνα ότι ο κόσμος και οι κοπέλες φώναζαν για εκείνον. Δεν το σκέφτηκα καθόλου ότι θα μου χαλούσε την επίδοση παρόλο που ένιωθα γεμάτος από δυνάμεις».
Ο Γιώργος, ο Βλάσσης και ο Δημήτρης τερμάτισαν χέρι- χέρι σε 2 ώρες και 53 λεπτά. Εξαντλημένοι, απογοητευμένοι, αλλά πιο ενωμένοι. Η ιστορία του Γιώργου δείχνει την πραγματική φιλοσοφία του δρομέα: παρά το συναγωνισμό, τη μάχη και την κόντρα, υπάρχει πάντα ανάμεσά μας σεβασμός, συντροφικότητα και αλληλεγγύη. Σκοπός δεν είναι πάντα μια αναμέτρηση στα όρια, μια κούρσα στο κόκκινο.
Από τον πιο αργό στον πιο γρήγορο, όλοι οι δρομείς ξέρουν ότι μοιράζονται κάτι κοινό. Μια αγάπη, μια τρέλα, μια δίψα. Το βλέπω όταν άγνωστοι δρομείς με χαιρετούν στα πάρκα της Βοστόνης. Το ένιωσα όταν «κάρφωσα» στους δρόμους της Αθήνας και όσοι με προσπερνούσαν με παρότρυναν να συνεχίσω με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Γιατί δεν είμαστε αντίπαλοι, αλλά συνοδοιπόροι.