Νοε. 2007 του Νίκου Μαρκέα
Πριν λίγες μέρες χαρήκαμε την νέα παγκόσμια επίδοση στο μαραθώνιο. Τα διεθνή πρακτορεία έσπευσαν να αναμεταδώσουν την είδηση, μαζί με το χαρούμενο πρόσωπο του Χαϊλέ Γκεμπρεσελασιέ, του ανθρώπου που τα κατάφερε. Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύς καιρός που το ρεκόρ στα 100 μέτρα ανδρών καταρρίφθηκε για ένα ολόκληρο εκατοστό του δευτερολέπτου! Για άλλη μια φορά, σε μια εποχή που είχαμε αρχίσει ήδη να συνηθίζουμε στην ιδέα πως τα ρεκόρ έμειναν στάσιμα, οι προβλέψεις μα ς διαψεύστηκαν.
Σε παλιότερες εποχές, η κατάρριψη μιας επίδοσης ήταν συχνό φαινόμενο. Ίσως αυτός να ήταν ο κύριος λόγος που ο στίβος είχε τόσους φίλους. Η προοπτική μιας παρόμοιας επιτυχίας προκαλούσε τους αθλητές, γέμιζε τα στάδια, τραβούσε το ενδιαφέρον των φιλάθλων σαν ένας ισχυρός μαγνήτης. Τα διάφορα φράγματα έπεφταν το ένα μετά το άλλο. Τα 10 δευτερόλεπτα στα 100 μέτρα, τα 6 μέτρα στο επί κοντώ, και τα 18 μέτρα στο τριπλούν, ήταν μερικά από αυτά τα «απόρθητα κάστρα» που η ανθρώπινη μηχανή κατόρθωσε να γκρεμίσει.
Στις προηγούμενες δεκαετίες, είδαν το φως της δημοσιότητας αξιόλογες εργασίες από ικανούς ερευνητές, που αποπειράθηκαν να αναλύσουν μαθηματικά την εξέλιξη των ρεκόρ στα διάφορα αγωνίσματα. Το συμπέρασμα των εργασιών υτών ήταν ότι: 1) κάθε βελτίωση ενός ρεκόρ είναι κατά κανόνα μικρότερη από την προηγούμενη και 2) ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές καταρρίψεις γίνετι ολοένα μεγαλύτερος. Οι ερευνητές συμφώνησαν επίσης πως σε κάθε αγώνισμα υπάρχουν οπωσδήποτε μια ταχύτητα, ένα ύψος, ένα βάρος, ή μια απόσταση, που αντιπροσωπεύουν τα ανώτατα όρια για τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως, εάν σε κάθε αγώνισμα τα ρεκόρ βελτιώνονταν με μία γραμμική πρόοδο, θα ήταν εύκολο να μαντέψουμε τις επιδόσεις του μέλλοντος. Έτσι, αν στον μαραθώνιο είχαμε μια γραμμική βελτίωση της τάξης των 0,9 μέτρων το λεπτό κάθε χρόνο, θα έπρεπε ήδη από καιρό να έχουμε ήδη χειροκροτήσει την κάλυψη των 10.000 μέτρων σε χρόνους κάτω των 26 λεπτών και του μαραθωνίου σε χρόνους μικρότερους τω 2 ωρών.
Η εργοφυσιολογία μπόρεσε να δώσει εξηγήσεις στο ανεπίτευκτο. Απέδειξε με σαφή και επιστημονικά κριτήρια ότι ο αναερόβιος μεταβολισμός των μυϊκών κυττάρων εξυπηρετεί έντονες φυσικές δραστηριότητες που διαρκούν μέχρι 50 δευτερόλεπτα, ενώ ο οργανισμός αδυνατεί παράλληλα να κινητοποιήσει όλα ενεργειακά αποθέματα σε σύντομο χρόνο. Εξ άλλου, η μέγιστη ικανότητα πρόσληψης οξυγόνου (που προσδιορίζει τον αερόβιιο μεταβολισμό των κυττάρων) διευκολύνει μόνο την πραγματοποίηση αγωνισμάτων τα οποία διαρκούν από 10 έως 60 λεπτά. Αντίθετα, σε προσπάθειες που διαρκούν περισσότερο της ώρας, η εξάντληση του μυικού γλυκογόνου βρίσκεται πάντα προ των πυλών.
Αναφορικά με τις γυναικείες επιδόσεις η εργοφυσιολογία υπολόγισε πως ισοδυναμούν με το 79% των επιδόσεων των ανδρών στα αντίστοιχα αγωνίσματα. Οι γυναίκες με την μικρότερη μυική μάζα και συνεπώς την μικρότερη ικανότητα για παραγωγή έργου, θα ακολουθούν μοιραία τους άνδρες στους στατιστικούς πίνακες.
Στο μεταξύ, οι πρωταθλητές συχνά διακόπτουν τη καριέρα τους μόλις κατακτήσουν ένα χρυσό μετάλλιο ή μια παγκόσμια διάκριση, χωρίς ποτέ να επιδιώξουν την αξιοποίηση στο έπακρο των δυνατοτήτων τους. Η επίδοση, που σηματοδοτεί την σταδιοδρομία τους, δεν αντιπροσωπεύει κατά καν΄να το ατομικό τους όριο.
Η ηλικία των αθλητών φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο. Οι μεγαλύτερες επιδόσεις πραγματοποιούνται στις ηλικίες των 25-30 ετών ενώ μετά τα 40 παρατηρείται στασιμότητα. Η μείωση της ταχύτητας εξ άλλου υπολογίζεται σε 10% για κάθε δεκαετία μετά τα 30 στ σπριντ και σε 8% για κάθε δεκαετί στον μαραθώνιο.
Το ατομικό βιολογικό ρολόι του κάθε αθλητή προσδιορίζει επίσης την αγωνιστική του ετοιμότητα. Έχει κατ’ επανάληψη εξακριωθεί πως η αγωνιστική ετοιμότητα κατέχει τη μέγιστη τιμή μετά το μεσημέρι (μέχρι τις 9 το βράδυ) και την ελάχιστη από τις 3 πριν το χάραμα (μέχρ το πρωί στις 6). Τα ρεκόρ καταρρίπτονται συχνότερα το απόγευμα και όχι τις πρωινές ώρες.
Το τεραίν που θεωρείται ιδανικό για την βελτίωση των επιδόσεων και την μείση των τραυματισμών, είναι εκείνο που ευνοεί την ελαχιστοποίηση του χρόνου επαφής του ποδιού του δρομέα με το έδαφος και μεγιστοποιεί το μήκος του διασκελισμού. Παρά τη άποψη που ισχύει στον κόσμο των δρομέων πως το σκληρό τεραίν εξυπρετεί αυτές τις προϋποθέσεις, οι ερενητές υποστηρίζουν ότι εκείνο με την ενδιάμεση σκληρότητα είναι το καλύτερο.
Στους Ολυμπιακούς της πόλης το Μεξικού στα 1968, σε υψόμετρο 2.500 μέτρων, δόθηκε η ευκαιρία στους ειδικούς να μελετήσουν τις επιδράσεις του υψομέτρου στην απόδοση των αθλητών. Διαπίστωσαν ότι οι επιδόσεις σε δρόμους μικρότερους των 800 μέτρων βελτιώθηκαν από 1% μέχρι 2% ενώ ντίθετα οι χρόνοι σε αγωνίσματα των 1.500 μέτρων μέχρι τον μαραθώνιο παρατάθηκαν κατά 5-7%. Αυτή η διαπίστωση έμελλε να έχει συνέχεια στην προετομασία των αθλητών σε μεγάλα υψόμετρα, πριν από μεγάλες αθλητικές συναντήσεις, όπου ο αέρας (και το περιεχόμενο οξγόνο είναι αραιότερος αι ο οργανισμός καλείται να εξοκονομήσει δυνάμεις παράγοντας περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια. Έδωσε επίσης απάντηση στις εντυπωσιακές νίκες των Κενατών, οι οποίοι ζουν και γυμνάζονται στα υψίπεδα της χώρας τους, εμπλουτίζοντας το αίμα τους με περισσότερους φορείς οξυγόνου.
Το παγκόσμιο ρεκόρ των 200 μέτρων σε ευθεία γραμμή είναι γύρ στα 0,4 δευτερόλεπτα καλύτερο από εκείνο που επιτυγχάνεται μέσα σε στίβο. Φαίνεται πως η φυγόκεντρη δύναμη που σπρώχνει συνεχώς τον δρομέα έξω από τα κουλουάρ, τον εμποδίζει να ξιοποιήσει όλες του τις δυνάμεις. Ο αθλητής που τρέχει στον εσωτερικό διάδρομο είναι ο πιο άτυχος αφού δέχεται μεγαλύτερη δύναμη, από τον συναθλητή του που τρέχει στον εξωτερικό. Οι μετρήσεις έδειξαν ότι οι διαφορές ήταν της τάξης των 0,8 και 1,6 δευτερολέπτων σε αγώνες των 200 και 400 μέτων αντίστοιχα.
Έχει διατυπωθεί η άποψη πως οι πραγματικά γραμμικές βελτιώσεις των ανρώπινων επιδόσεων έλαβαν χώρα εκατομμ΄ρια χρόνια πριν, μαζί με την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στην γή, τότε που δεν υπήρχα χρονόμετρα και μεζούρες να τις καταμετρήσουν. Ωστόσο, εκείνο που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι ο ακατάπαυστος αγώνας πέρα από τα όρια, η ατέρμονη προσπάθεια να σπάσουν τα φράγματα, η βασανιστική αγωνία να διαλθούν οι όποιες προκαταλήψεις. Στον αέναο αυτόν αγώνα τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν παντού και πάντα τα ιδανικότερα. Και οι συνέπειες συνήθως καταστροφικές.
Μόλαταύτα, ο άνθρωπος σήμερα επιμένει να αντικρύζει το μέλλον με αισιοδοξία. Ίσως και με λίγες δόσεις υπεροψίας, που αγίζουν τα όρια της αλαζονείας. Επιμένει να προσπαθεί το ανέφικτο, παρά τις ρεαλιστικές απόψεις της επιστήμης. Όπως είπε κάποτε ο Ρον Χιλ, νκητής του μαραθωνίου στα 1970 με 2ω 09λ 28δ: “Μόνο αν η επιστήμη ανακαλύψει μια μέθοδο, που θα κατορθώσει να δημιουργήσει πιο μεγαλόσωμους ανθρώπους με μακρύτερα σκέλη, τότε μόνο θα καταφέρουμε να τρέξουμε τον μαραθώνιοσε χρόνο λιγότερο από 2 ώρες”.