Νοε. 2000

του Θ. Γιαννάκη

Από τη στιγμή που βα θελήσουμε να αναφερθούμε στον σημερινό Μαραθώνιο δρόμο ή στα δρώμενα της μάχης τον Μαραθώνα τον 490 π.Χ. είναι εύλογο το ερώτημα πον προβάλλει: Ποια είναι η διαδρομή πον ακολούθησε ο αγγελιοφόρος των Ελλήνων φέροντας το μήνυμα της Νίκης προς το Άστυ και αν η διαδρομή αυτή συμπίπτει ή όχι με τη σημερινή ολυμπιακή διαδρομή οποία καθιερώνεται από το 1896, στην Α’ Ολυμπιάδα των Αθηνών.

Για το θέμα αυτό, στηριζόμενοι στις πληροφορίες που μας δίδει η προϊστορία, η ιστορία, η λαογραφία και η σημερινή γεωγραφική θέση της περιοχής, επιδιώκουμε να προσεγγίσουμε τον προβληματισμό. Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (150 π.Χ.) στο έργο του “Θησέας 14” μας πληροφορεί ότι, όταν ο Θησέας ξεκίνησε από την Αθήνα με κατεύθυνση την πεδιάδα του Μαραθώνα, σκοπεύοντας να συλλάβει τον Μαραθώνιο ταύρο, που προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή, πέρασε από την Εκάλη, θυσίασε στον Εκάλιο Δία και κατέβηκε προς τον Μαραθώνα. Μετά την πραγματοποίηση τον άθλου του επέστρεψε πάλι στην Εκάλη και κατέληξε σιην Αθήνα.

Η αρχαία Εκάλη (η σημερινή Εκάλη είναι προάστιο της Κηφισιάς) ήταν το επίκεντρο των περιχώρων δήμων καθώς και “της τετραπόλεως του Μαραθώνoς”, δηλαδή Οινόης, Προβαλίνθου, Τρικορύθου και Μαραθώνος. Η τοποθεσία αυτή, δηλ. η Εκάλη, λογικά και εδαφικά είναι πολύ πλησιέστερα προς τον Μαραθώνα και πρακτικά απομακρυσμένη από τη σημερινή αποκαλούμενη “κλασική διαδρομή τον μαραθώνιου δρόμου”, η οποία καθιερώνεται από το 1896 επάνω στο τότε συγκοινωνιακό δίκτυο της εποχής (Μαραθώνας, Νέα Μάκρη, διασταύρωση Ραφήνας, Πικέρμι, Παλλήνη, Αθήνα).

Τι (δεν) αναφέρει ο Ηρόδοτος
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχει ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος, η θέση του ελληνικού στρατεύματος το 490 π.Χ. είχε ως ορμητήριο το τέμενος του Ηρακλή κοντά στους πρόποδες, όπως υποθέτουμε, του υψώματος Βρανά και Αφορισμού. Η θέση των τύμβων Αθηναίων και Πλαταιέων δηλώνουν το επίκεντρο της περιοχής της μάχης. Γύρω από το σημείο αυτό θα πρέπει να εντοπισθεί το ιερό του Ηρακλή και η αφετηρία του αγγελιοφόρου της νίκης. Ίσως ο αγγελιοφόρος της κοσμοϊστορικής Νίκης τον πνεύματος κατά του σκοταδισμού να χρησιμοποίησε τον πλέον σύντομο δρόμο, περίπου 34 χιλιόμετρα και όχι τον κατά 25 αιώνες μεταγενέστερο (περίπου 42 χιλιόμετρα), ο οποίος ήταν άγνωστος και ανύπαρκτος. Κατά πάσα πιθανότητα ανηφόρισε προς τη χαράδρα που σχηματίζουν τα υψώματα Βρανάς, Αγριλίκι, Αφορισμός και Κοτρώνι με προοπτική το ιερό του Διόνυσου και από εκεί προς την Εκάλη…

Ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος στην “Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους”, αλλά και ο Αντ. Κατσουρός στη μελέτη τον “Ο Πεζοδρόμος του Μαραθώνα”, θεωρούν πιθανότερη την εκδοχή να διέτρεξε ο αγγελιοφόρος τη δίοδο που περνά ανάμεσα από τα υψώματα Αφορισμός και Κοτρώνι, δηλαδή το μονοπάτι της διπλανής χαράδρας που οδηγεί στο χωριό Σταμάτα.

Ο Ηρόδοτος, που γεννήθηκε το 485 π.Χ., δηλαδή 5 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα, παίρνει τις πληροφορίες για τα Περσικά από ιερείς μαντείων και ιδιαίτερα των Δελφών, από οδηγούς, διερμηνείς, από Έλληνες εγκατεστημένους σε διάφορα μέρη με τους οποίους είχε γνωριστεί. Είναι άξιο προσοχής ότι, ενώ περιγράφει με λεπτομέρεια και αντικειμενικότητα τα όσα διαδραματίστηκαν στη μάχη τον Μαραθώνα, δεν αναφέρει το περιστατικό του αγγελιοφόρου της νίκης, ενώ σε μεταγενέστερους συγγραφείς είναι διάχυτη η πληροφορία ότι υπήρξε πράγματι το γεγονός.

Ποιο ήταν το όνομα του;
Φαίνεται ότι διαχρονικά οι μελετητές της ιστορίας του Ηροδότου θεώρησαν ως παράλειψη το περιστατικό του αγγελιοφόρου και θέλησαν να διαιωνίσουν ιστορικά το όνομα και το γεγονός του αγγέλου. Χαρακτηριστικά, 150 χρόνια μετά τη μάχη τον Μαραθώνα, ο ιστορικός Ηρακλείδης από τον Πόντο ιστορεί ότι ο δρομοκήρυκας που έτρεξε από τον Μαραθώνα προς την Αθήνα ήταν ο Θέρσιππος, καταγόμενος από τον αρχαίο δήμο των Ερωέων, αν και ο ίδιος είναι επιφυλακτικός, γιατί οι σύγχρονοι ή οι μεταγενέστεροί του θέλουν όχι τον Θέρσιππο, αλλά τον Ευκλή, ο οποίος τρέχοντας “συν τοις όπλοις θερμόν από της μάχης και ταις θύραις εμπεσόντα των πρώτων τοσούτων μόνον ειπείν χαίρετε και χαίρομεν, είτ’ ευθύς εκπνεύσαι”.

Ο ίδιος ο προβληματισμός ανακύπτει και κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα (700 χρόνια μετά τη μάχη), όταν ο Λουκιανός αναφέρει το περιστατικό συγκεκριμένα με ήρωα τον Φιλιππίδη. Την ιστορική πληροφορία του Ηρόδοτου ως προς τον αγγελιοφόρο, προς την Σπάρτη, την αντιγράφει και ο περιηγητής Παυσανίας, αλλά ονομάζει τον ημεροδρόμο Φιλιππίδη, όπως και ο Λουκιανός και όχι Φιδιππίδη, όπως τον αποκαλεί ο Ηρόδοτος.

Η λαϊκή παράδοση για τη Σταμάτα
Σε ενίσχυση των γραπτών αυτών μαρτυριών έρχεται και η λαογραφία να προσφέρει τις “υπηρεσίες” της. Ο προφορικός λόγος στη λαϊκή παράδοση διέσωσε το γεγονός και μάλιστα ότι έτρεξαν δύο αγγελιοφόροι να φέρουν την είδηση στην Αθήνα. Ο ένας ήταν καβαλάρης, που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, ενώ ο άλλος πεζός και αρματωμένος. Ο καβαλάρης πήγε από το Χαλάνδρι, ο πεζός από τη Σταμάτα. Καθώς τον είδαν οι γυναίκες έτρεξαν κοντά του: “Σταμάτα, του φώναξαν, σταμάτα… Τέλος φθάνει στο Ψυχικό… Το πρώτο χωρίον το ονόμασαν Σταμάτα, γιατί σταμάτησε ο αγγελιοφόρος, το δε δεύτερο Ψυχικό, γιατί πήγε να ξεψυχήσει ο πτεροπόδαρος…”.

Κατά τον Δημ. Καμπούρογλου η σημερινή περιοχή Αμπελόκηποι αρχικά ονομαζόταν Αγγελόκηποι (κήπος του Αγγέλου), γιατί εκεί ξεψύχησε ο αγγελιοφόρος. Αλλά εύλογα είναι τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες που προβάλλονται στο γεγονός του αγγελιοφόρου, γιατί από την εποχή εκείνη μας χωρίζει μια τεράστια χρονική απόσταση 2.487 χρόνων, αλλά και μια διαφορετική αντίληψη ιδεολογίας και εμείς κρίνουμε τα γεγονότα σήμερα με το τι είναι πρακτικό και ωφέλιμο.

Περίεργο και απορίας άξιο είναι το γεγονός γιατί δεν το αναφέρει ο Ηρόδοτος. Η άποψη ότι οι αφηγητές του ιστορικού το παρέβλεψαν, γιατί το θεώρησαν ασήμαντο ή γιατί οι σύγχρονοι του ή και ο ίδιος δεν απέδωσαν την ενδεικτική σημασία, την οποία εμείς του αποδίδουμε, φαίνεται λογική. Η ιστορική αυτή παράλειψη στο γεγονός του αγγελιοφόρου δεν προσβάλλει την αξιοπιστία του συγγραφέα, αλλά αντίθετα τη δυναμώνει, γιατί το περιστατικό δεν είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο μέσα στο χώρο και στο χρόνο της ελληνικής ιστορίας.

Στην ιστορική συνείδηση του Ηρόδοτου ή και των συγχρόνων του η απόσταση αυτή, Μαραθώνας – Εκάλη – Αθήνα, των 34 χιλιομέτρων ήταν μηδαμινή μπροστά στο κατόρθωμα του ημεροδρόμου Φειδιππίδη, επίσημου αγγελιοφόρου του στρατεύματος των Ελλήνων, ο οποίος έτρεξε την απόσταση Αθήνα – Σπάρτη 1.140 στάδια (= 230 χιλιόμετρα) σε 2 ημέρες και γύρισε σε τρεις ημέρες, ενώ την ίδια απόσταση μετά τη μάχη έτρεξαν 2.000 οπλίτες Σπαρτιάτες σε 3 ημέρες. Τέτοια δρομικά κατορθώματα θαυμαστά και συγχρόνως αμφιλεγόμενα για τη εποχή μας, ήταν φαινόμενα ασήμαντα και συνηθισμένα για την αρχαιότητα.

Οπλισμένος και όχι έφιππος
Ένα άλλο γεγονός αξιοσημείωτο, που θα πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, είναι το γιατί έτρεξε με τα όπλα του. Από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων βεβαιωνόμαστε ότι ήταν νομικά και ηθικά υποχρεωμένος ο αγγελιοφόρος να τρέχει οπλισμένος μετά τη μάχη για να φέρει το μήνυμα, γιατί διαφορετικά θα τον εξελάμβαναν ως “ριψάσπιδα” ή “τρέσαντα”, ατιμασμένο δηλαδή άτομο που θα είχε πετάξει τα όπλα του και θα είχε εγκαταλείψει τη μάχη από φόβο ή δειλία. Έπρεπε με την πολεμική τον εμφάνιση να πείσει και να ενθαρρύνει τον άμαχο πληθυσμό και τους άρχοντες της πολιτείας, όταν τον αντίκρυζαν, για την εγκυρότητα του μηνύματος.

Για την ταχύτερη ίσως και “ασφαλέστερη” μετάδοση τον μηνύματος της κοσμοσωτηρίου για τους Έλληνες Νίκης δεν θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσει ο αγγελιοφόρος ίππο κατά τη δοκιμασία αυτή; Εύλογη η απορία στην οποία η αδέκαστη θέση της Ιστορίας αντιπαραθέτει την ιστορική αλήθεια. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα σκόπιμα δεν είχαν ιππικό και το σπουδαιότερο είναι ότι, κατά τον Φιλόστρατο, ήταν απαγορευμένο στους ημεροδρόμους να χρησιμοποιούν ίππους, ώστε με τη διέλευση τους από τα διάφορα μέρη να μη γίνονται αισθητοί από τους εχθρούς.

Από τις ιστορικές αναφορές που παραθέσαμε, καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το μήνυμα της ελληνικής νίκης μεταφέρθηκε στην Αθήνα από τον ημεροδρόμο, αλλά το βέβαιο ιστορικά είναι πως κανείς ποτέ δεν θα μάθει τον αυθεντικό δρόμο που έτρεξε ο αγγελιοφόρος για να φέρει το “νενικήκαμεν” στους Αθηναίους, και τούτο γιατί ως σήμερα οι κλασικοί ή μετακλασικοί συγγραφείς το πήραν οριστικά πλέον στον τάφο τους.


Ο Θ. Γιαννάκης είναι ιστορικός του Αθλητισμού και καθηγητής του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Αθηνών.