Στα χνάρια των “300”
… Είναι αργά το απόγευμα σ’ ένα ζεστό καλοκαιρινό σκηνικό… Η μακριά πομπή με τους 300 και τον Λεωνίδα, έχει ξεκινήσει να φεύγει από τη Σπάρτη… Αφήνοντας πίσω τις γυναίκες, τα παιδιά, τους φίλους συμπολεμιστές… Πίσω, τελευταίος ο Λεωνίδας, ο γιος του Αναξανδρίδα, από τον βασιλικό οίκο των Ηρακλειδών… Διανύει ήδη την τελευταία χρονιά της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του… Σκληροτράχηλος πολεμιστής, θυμάται τα χρόνια της άγουρης νιότης… Τα σκληρά γυμνάσια… Τις μάχες, τις εκστρατείες… Αυτή είναι η μεγάλη του στιγμή. Το γνωρίζει… Αγκαλιάζει με το βλέμμα του την πόλη… Γυρίζει για τελευταία φορά να κοιτάξει τη γυναίκα του Γοργώ… Το παιδί του τον Πλείσταρχο… Τους παλιούς του συντρόφους, όλα τα χρόνια της ζωής… Η φωνή του Διηνέκη, του αχώριστου λοχαγού του, τον συγκλονίζει… “Λεωνίδα, ο Δρόμος μας”… Γυρίζει, τον αγκαλιάζει… Συζητάνε φεύγοντας… Οι μορφές τους, καθώς πέφτει ο ήλιος, μένουν στα βλέμματα των νέων της πόλης του Λυκούργου… Τους ακολουθάνε οι 900 περίοικοι, που θα τους βοηθήσουν στον αγώνα και τη Μάχη για την υπεράσπιση των Πυλών, εκεί στη Γη της Φθίας… Εκεί που επιλέχθηκαν από το Συνέδριο της Κορίνθου, να υπερασπιστούν τη Γη… Πέρα στη θάλασσα, ένας άλλος Σπαρτιάτης, ο Ευρυβιάδης, μαζί με τον δημιουργό της Ναυτοσύνης, τον Αθηναίο Θεμιστοκλή, θα φυλάνε τα θαλασσινά περάσματα… Είναι οι πρώτες ημέρες του Σπαρτιατικού μήνα Εκατομβαιώνα (αρχές του Ιούλη σήμερα…).
Οι δρομοκήρυκες από τη Σπάρτη έχουν ήδη φύγει για να ειδοποιήσουν όλες τις πόλεις να συνεισφέρουν στον κοινό αγώνα…
Θα τους συναντήσουν στον δρόμο τους… Θα περάσουν πρώτα από την Τεγέα… Θα συναντήσουν τους 500 Τεγεάτες… Λίγο πιο εκεί, στο πέρασμα του Πρίνου, δεξιά του όρους της Άρτεμης, θα συναντηθούν με άλλους 500 Μαντινείς, 180 Ορχομένιους Αρκάδες και 1000 από τις άλλες πόλεις της Αρκαδίας…
Αφού διαβούν το κακοτράχαλο πέρασμα, θα συναντήσουν στη Λύρκεια και τη Νεμέα, 80 Μυκηναίους και 200 Φλειασίους… Στην Αρχαία Κόρινθο, θα προστεθούν 400 Κορίνθιοι… Περνώντας από τους Πάγους, τα Αιγόσθενα, τις Ελευθερές, θα φθάσουν στη Θήβα και θα προσθέσουν άλλους 400 Θηβαίους υπό τον Λεοντιάδη… Οι αδελφοί τους από τις Θεσπιές θα συναντηθούν στον Αλίαρτο, στην άκρη της Κωπαΐδας… Θα προχωρήσουν προς τη Χαιρώνεια, την Τιθορέα, τη διάβαση του Καλλιδρόμου, και διά μέσου των Αυγειών (Μενδενίτσα), θα φθάσουν στους Αλπηνούς και τις Πύλες…
Μέσα σε πέντε μερόνυχτα, περπατώντας κύρια μέσα στη νύχτα για να αποφύγουν τον καυτό ήλιο του Εκατομβαιώνα (Ιούλη), θα φθάσουν εκεί που η θάλασσα ακουμπάει σε ένα στενό πέρασμα, το Καλλίδρομο…
Θα ξεκινήσουν, αφού συναντηθούν με τους 1000 Φωκαείς και 1800 περίπου Οπουντίους Λοκρούς. 7000 άνδρες περίπου, να επισκευάζουν το ερειπωμένο παλιό τείχος των Φωκαέων…
Εδώ θα δώσουν τη Μάχη τους… Κι αν χρειασθεί, θα πέσουν…
Είναι αυτή η πορεία, μια πορεία Αιώνιας Πίστης στην Ελευθερία…
Τρεις εβδομάδες αργότερα από το ξεκίνημά τους από τη Σπάρτη, φθάνουν από μακριά τα ατελείωτα καραβάνια των Περσών…
Ένας απίστευτος αριθμός ανθρώπων απ’ όλες τις γωνιές της Μεγάλης Αυτοκρατορίας της Ανατολής…
Εκατοντάδες χιλιάδες, με όλες τις μορφές, τις ενδυμασίες, τα όπλα…
Στην όψη αυτής της γιγαντιαίας στρατιάς, άλλοι θα δείλιαζαν… Θα έφευγαν… Μπροστά από το τείχος που είχαν επισκευάσει, οι Σπαρτιάτες λούζονταν και περιποιούνταν τα σώματά τους…
Οι Πέρσες ανιχνευτές τα ‘χασαν… Όταν το ανέφεραν στον Ξέρξη, εκείνος κάλεσε τον εξόριστο Δημάρατο… Εκείνος τον συμβούλευσε για τον κίνδυνο να χάσει τους καλύτερους άνδρες του απ’ αυτούς που αποτελούσαν την αφρόκρεμα των Ελλήνων πολεμιστών… Τέσσερις μέρες περίμενε ο βασιλιάς Ξέρξης… Ξανάστειλε κήρυκες στον Λεωνίδα, προσφέροντάς του πλήρη εξουσία στην Ελλάδα… Εκείνος υπερήφανα του αρνήθηκε… Για μια τελευταία φορά, του ξάναστειλε πρέσβεις, ζητώντας τα όπλα των αλλόκοτων πολεμιστών του…
Μολών Λαβέ… Έλα να τα πάρεις, ακούστηκε η απάντηση από το στόμα του Λεωνίδα… Ένα μυριόστομο Μολών Λαβέ που συγκλόνισε το ήρεμο τοπίο των Θερμοπυλών, ακούστηκε σαν απόκοσμη ηχώ…
Τότε ο Ξέρξης έδωσε το σύνθημα… Μήδοι, Κίσσιοι, χιλιάδες την πρώτη μέρα, σε διαδοχικές εφόδους συντρίφτηκαν… Οι διαλεχτοί Πέρσες Αθάνατοι και οι Υρκάνιοι, τη δεύτερη μέρα εξολοθρεύτηκαν μπροστά στα στενά και το τείχος των Θερμοπυλών.
Xιλιάδες οι νεκροί και οι τραυματίες στο στρατό του Αυτοκράτορα, όσο κυλούσε η δεύτερη μέρα… Πλησιάζοντας η νύχτα, απογοήτευση έχει φωλιάσει στη Μεγάλη Στρατιά… Στη σκηνή του Ξέρξη οι βλαστήμιες, η πίκρα της διαφαινόμενης πρωτοφανούς ήττας…
… Τον έφεραν μπροστά του… Εφιάλτης “ανήρ Μηλιεύς”, από την Αντίκυρα της Μήλιδας το όνομά του…
Του αποκάλυψε ότι γνωρίζει δρόμο που θα οδηγήσει διά μέσου του Καλλιδρόμου, πίσω από τους Σπαρτιάτες.
Το αντίτιμο της προδοσίας του… Χρυσάφι στο βάρος του…
Τον έβαλαν μπροστά, μαζί με 10.000 Αθανάτους υπό τον Υδάρνη… Οι Φωκαείς που φύλαγαν το πέρασμα στο Καλλίδρομο, οπισθοχώρησαν ψηλά στο βουνό, αφήνοντας τη διάβαση της Ανοπαίας ελεύθερη…
Άρχισαν να κατεβαίνουν ταχύτατα από το βουνό…
Ο μάντης Μεγιστίας το προέβλεψε… Σε λίγη ώρα ανιχνευτές των Σπαρτιατών έφεραν τη φοβερή είδηση: Οι Πέρσες κατεβαίνουν από το βουνό…
Ο Λεωνίδας συγκάλεσε σύσκεψη με όλους τους διοικητές των συμμάχων… Τους διέταξε να φύγουν… Όλοι υπάκουσαν φεύγοντας, για να μη χαθεί άσκοπα το πολύτιμο ελληνικό αίμα που θα χρειαζόταν στους επόμενους αγώνες και μάχες, πλην των Θεσπιέων, που με τον Δημόφιλο, τον γιο του Διαδρόμου, του απάντησαν περήφανα: “Είμαστε αδέλφια, και τα αδέλφια δεν χωρίζουν… Ζουν και πεθαίνουν μαζί”… Αγκαλιάστηκαν…
Όσοι είχαν απομείνει μετά από δυο μέρες αδιάκοπης μάχης, προετοιμάστηκαν… Έσφιξαν ο ένας τα χέρια του άλλου… Μαζί τους και οι Θηβαίοι που έμειναν κι αυτοί να υπερασπίσουν την τιμή τους…
Ανοίχτηκαν στο ευρύ στόμιο, των Πυλών της φωτιάς. Είχε ξημερώσει πια η τρίτη μέρα της επικής Μάχης που θα τους περνούσε στην Αθανασία…
Στην αρχή με τα ακόντια, έπειτα με τα σπαθιά, στο τέλος με τα χέρια… Στο σώμα του βασιλιά Λεωνίδα που έπεσε με τους πρώτους, επί ώρες δίπλα του έπεφταν ένας – ένας… Στο τέλος οι ελάχιστοι αποτραβήχτηκαν στο βουναλάκι στην άκρη των Πυλών της Φωτιάς, στον Κολωνό. Γύρω τους, χιλιάδες οι Πέρσες, όλες οι φυλές της Αυτοκρατορίας… Δεν τους πλησίασαν… Έριξαν χιλιάδες βέλη…
Απόκοσμη η σιωπή, βασίλεψε στη στενή λωρίδα γης. Ήταν οι πρώτες μέρες του μήνα Κάρνειου (Αύγουστος τώρα) των Σπαρτιατών, που οι ήρωες αυτοί, περνώντας στην Αθανασία, έγιναν σύμβολα αιώνια και ακατάλυτα.
Στον τάφο τους, που έστησαν αργότερα μετά τις νίκες στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές και τη Μυκάλη, γράφτηκαν τα επιγράμματα του Σιμωνίδη του Κείου: “Ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”. Αυτό είναι το ένα, το πιο γνωστό, και το άλλο: “Των εν Θερμοπύλαις θανόντων
Ευκλεής μέν α τύχα, καλός δ’ ο πότμος
Βωμός δ’ ο τάφος, πρό γόων δε μνάστις.
Ο δ’ οίκτος έπαινος
Εντάφιον δε τοιούτον ουτ’ ευρώς
ουθ’ ο πανδαμάτωρ αμαυρώσει χρόνος.
Ανδρών δ’ αγαθών, ουδέ σηκός οικέταν ευδοξίαν
Ελλάδος είλετο’ μαρτυρεί δε και Λεωνίδας
Σπάρτας βασιλεύς, αρετάς μέγαν λελοιπώς
κόσμον αέναόν τε κλέος”.
(Οι πεσόντες στις Θερμοπύλες είχαν ένδοξη τύχη και ωραίο θάνατο. Βωμός στέκει ο τάφος τους και αιώνια ανάμνηση αντί για θρήνους.
Έπαινος στάθηκε το πεπρωμένο τους. Ένα τέτοιο εντάφιο, ούτε η σκουριά, ούτε ο πανδαμάτωρ Χρόνος θα το σβήσει ποτέ.
Σε αυτό το μνήμα των γενναίων ανδρών, κατοικεί η λαμπρότερη δόξα της Ελλάδας… Μάρτυρας και ο Λεωνίδας, ο βασιλιάς της Σπάρτης που κληροδότησε τον μέγα στέφανο της δόξας και την αθάνατη δόξα της Αρετής (Διόδωρος ΧΙ, ΙΙ, 2)).
Πηγές: Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο 2, παρ. 201-238
Αισχύλου Πέρσες
W.G.L. Hammond. A History of Greece to 322 B.C.
Οξφόρδη 1982.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών 1972
Γεώργιος Σταϊνχάουερ, Ο Πόλεμος στην Αρχαία Ελλάδα
Εκδόσεις Παπαδήμα 2000.
Διόδωρος (ΧΙ, ΙΙ, 2)